- πεπαρείν
- και δ. γρφ. πεπορεῑν Α(στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός τού λεξιλογίου της μαντικής και τού μυστικισμού. Η σύνδεση τού τ. με το λατ. pāreo «φαίνομαι, εμφανίζομαι» προσκρούει στη μακρότητα τού λατ. -ā-].
Dictionary of Greek. 2013.