πεπαρείν

πεπαρείν
και δ. γρφ. πεπορεῑν Α
(στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός τού λεξιλογίου της μαντικής και τού μυστικισμού. Η σύνδεση τού τ. με το λατ. pāreo «φαίνομαι, εμφανίζομαι» προσκρούει στη μακρότητα τού λατ. -ā-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεπαρεῖν — display aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπαρεύσιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εὔφραστος, σαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. αορ. πεπαρεῖν* + εύσιμος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ιμος από ρ. σε εύω (πρβλ. διαπραγματεύομαι: διαπραγμάτευσις: διαπραγματεύσιμος)] …   Dictionary of Greek

  • πεπορείν — Α (δ. γρφ.) βλ. πεπαρεῑν …   Dictionary of Greek

  • pā̆ r- —     pā̆ r     English meaning: to show; be visible     Deutsche Übersetzung: “zeigen; sichtbar sein”     Material: Gk. πεπαρεῖν “vorzeigen”, πεπαρεύσιμον εὔφραστον, σαφές Hes.; Lat. püreō, ēre “appear, seem, be visible, sich zeigen; Folge… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”